Contents 1 English (LSJ) 2 German (Pape) 3 Greek (Liddell-Scott) 4 French (Bail

Contents 1 English (LSJ) 2 German (Pape) 3 Greek (Liddell-Scott) 4 French (Bailly abrégé) 5 English (Autenrieth) 6 English (Slater) 7 Spanish (DGE) 8 English (Strong) 9 English (Thayer) 10 Greek Monolingual 11 Greek Monotonic 12 Russian (Dvoretsky) 13 Frisk Etymological English 14 Middle Liddell 15 Frisk Etymology German 16 Chinese ἐνιαυτός Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν -> Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible Pindar (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=33650.0), Pythian, 3.61f. Full diacritics: ἐνῐαυτός (htt ps://www.goo gle.com/searc h?q=ἐνιαυτός ) Medium diacritics: ἐνιαυτός (htt ps://www.goo gle.com/searc h?tbm=bks&q =ἐνιαυτός) Low diacritics: ενιαυτός (http://artflsrv02.uchicago.edu/ cgi-bin/perseus/search3torth?dbname=GreekFeb19&wor d=ἐνιαυτός&OUTPUT=kwic&ORTHMODE=ORG&C ONJUNCT=PHRASE&DISTANCE=3&author=&title= &POLESPAN=5&THMPRTLIMIT=1&KWSS=1&KWS SPRLIM=500&trsortorder=author%2C+title&editor=&p ubdate=&language=&shrtcite=&genre=&sortorder=auth or%2C+title&dgdivhead=&dgdivtype=&dgsubdivwho= &dgsubdivn=&dgsubdivtag=&dgsubdivtype=) Capitals: ΕΝΙΑΥΤΟΣ (http://www.gr eek-language. gr/greekLang/ modern_greek /tools/lexica/s earch.html?dq =&sin=all&lq =ενιαυτός) Transliteration A: eniautós (h ttps://lsj.gr/in dex.php?searc h=ἐνιαυτός& title=Special: Search&go=G o&fulltext=1) Transliteration B: eniautos (h ttps://inscripti ons.packhum. org/search?pat t=ενιαυτός) Transliteration C: eniaftos (https://inscriptions.packhum. org/concordance?patt=ενιαυτός) Beta Code: e)niauto/s (htt p://presocratic s.daphnet.org/ agora_solr_se arch_box_sub mit?query=ἐνι αυτός) English (LSJ) ὁ, (ἐνί, αὐτός) prop. A anniversary, μηδὲ τᾷ ὑστεραίᾳ μηδ' ἐν ταῖς δεκάταις μηδ' ἐν τοῖς ἐνιαυτοῖς Michel995 C49 (pl., Delph.): hence πρὸ τῶ ἐ. before the lapse of a year, Leg.Gort.9.29; ἐνιαυτῷ on the expiry of a year, ib.1.35; and so, any long period of time, cycle, period, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on the year came, Od.1.16; ἐπιπλομένων ἐ. Hes.Th.493, Sc.87; χρονίους ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar.Ra.347; πόλιν ἐνιαυτόν τινα ἔδοσαν ἐνοικεῖν Th.3.68; ὁ μέγας ἐ., of a Pythagorean cycle, Eudem. ap. Theo Sm. p.198H.; also of the Metonic Cycle of nineteen years, D.S.12.36; of a period of 600 years, J.AJ1.3.9:— ἀΐδιος ἐ. Apollod.3.4.2. 2 = ἔτος, a year, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐ. Il.2.295; δεκάτους περιτελλομένους ἐ. 8.404; Διὸς ἐνιαυτοί 2.134; μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti.47a; ἐ. ἡμερῶν LXX Le.25.29; ἐνιαυτόν during a year, Od.1.288; αἱ σπονδαὶ ἐνιαυτὸν ἔσονται Indut. ap. Th.4.118; ἐπεί κε ὠνίαυτος ἐξέλθῃ IG12(2).1.12 (Mytil., iv B. C.); τὸν πρῶτον ἐ. Lys.32.8; ὁπηνίκα . . τοὐνιαυτοῦ at what time in the year, Ar.Fr.569.7; δὶς τοῦ ἐ. twice a year, Pl.Criti.118e; τοῦ ἐ. every year, X.Vect.4.23; ἑκάστου ἐ. Id.Ath.3.4; but ἕκαστον τὸν ἐ. IG2.1055.4: with Preps., δι' ἐνιαυτοῦ Antipho Fr.28; δι' ἐ. πέμπτου every five years, Pl.Criti.119d; θητεύσαμεν εἰς ἐ. for a year, Il.21.444; τελεσφόρον εἰς ἐ. 19.32; κατ' ἐνιαυτὸν ἄρξαι for a year, Th.1.93; or, every year, Isoc.3.17, Diph.38.5; καθ' ἕκαστον ἐ. Id.89; ἐπ' ἐ. for a year, Pl.Lg.945b, etc.; μετὰ τὸν ἐ. at the end of the year, Th.1.138; παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν in alternate years, D.S.4.65; πρὸ ἐνιαυτοῦ a year before, Plu.2.147e; ἐς τὸν σᾶτες ἐ. for the current year, IG14.256 (Phintias); ἐν τῷ καθ' ἕτος ἐ. in the current year, CIG3641b5 (Lampsacus). 3 Ἐνιαυτός, personified, Ael.Fr.19, Orph.Fr.127.3 (s. v.l.), Procl.in Ti.3.41 D. II name for a Cornucopiae, Callix.2, cf. Ath.11.783c. German (Pape) [Seite 844 (https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png)] ὁ, (nach Plat. Crat. 410 d von ἐν ἑαυτῷ, andere Alte wunderlich ἐνἰαύω, vgl. ἔνος, ἔτος), ein in sich abgeschlossener Zeitraum, Kreislauf der Zeit, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, im Laufe der Zeit kam das Jahr, Od. 1, 16; χρονίους ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar. Ran. 348, wo der Schol. zu vgl.; ἐν ὥραις ἐτῶν τε καὶ ἐνιαυτῶν Plat. Legg. X, 906 c. Dah. von größeren Zeitabschnitten, Κάδμος ἐνιαυτὸν ἐθήτευσεν Ἄρει· ἦν δὲ ὁ ἐνιαυτὸς τότε ὀκτὼ ἔτη, Apolld. 3, 4, 1; ὁ μέγας ἐνιαυτός, bei D. Sic. 2, 47, = 19 ἔτη; das ist der Cyclus des Meton, 12, 36; vgl. Plut. defect. or. 21 u. Idelers Handbuch der Chronologie II p. 588 ff. – Gew. = das Jahr, wie Διὸς ἐνιαυτοί, Jahre des Zeus, denn Zeus ist der Ordner des Zeitlaufs, Il. 2, 134; bei den Folgdn, ἐνιαυτὸς ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον Plat. Tim. 39 c; – κατ' ἐνιαυτόν, jährlich (s. κατά, wie die anderen Vrbdgn mit Präpositionen unter diesen); τοῦ ἐνιαυτοῦ, des Jahres, alljährlich, Plat. u. A. – Bei Ath. XI, 783 c eine Art Becher. Greek (Liddell-Scott) ἐνιαυτός: ὁ, (ἔνος, ὃ ἴδε), κυρίως πᾶσα μακρὰ περίοδος χρόνου, κύκλος, περίοδος, «ἐνιαυτὸς δὲ ὁ μακρὸς χρόνος καὶ διατριβὴν ἔχων πολλήν, παρὰ τὸ ἰαύω, τὸ διατρίβω» (Εὐστ.)· ἀλλ’ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, «συστρεφομένων, τελεουμένων τῶν χρόνων, εἰς ἑαυτοὺς ἀνακυκλουμένων» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 16, ἔνθα ἴδε Nitsch· χρονίους τ’ ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοὺς Ἀριστοφ. Βάτρ. 347· ἐπιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ Ἡσ. Θ. 493· τάχα δ’ ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεθ’, «προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐγεννήθημεν καὶ ἡμεῖς» (Τζέτζ.), Ἀσπ. Ἡρ. 87· ἐνιαυτόν τινα Θουκ. 3. 68: - ὁ μέγας ἐνιαυτός, ἐπὶ τοῦ Πυθαγορείου χρονικοῦ κύκλου, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι Σμυρν. 40· ὡσαύτως, ἐνιαυτὸς Μέτωνος, «ἡ ἐννεακαιδεκαετηρίς· Μέτων γὰρ ὁ μαθηματικὸς περίοδον ἐκτιθεὶς χρόνου ἐνέταξε ιθ΄» Σουΐδ.· τὸν ἐννεακαιδεκαετῆ χρόνον ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων μέγαν ἐνιαυτὸν ὀνομάζεσθαι Διόδ. 2. 47., 12. 36· ἐπὶ περιόδου 600 ἐτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 9· ἀΐδιος ἐνιαυτὸς Ἀπολλόδ. 3. 4, 2. ΙΙ. = ἔτος, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς Ἰλ. Β. 295, Θ. 404, Μ. 15, πρβλ. Ω. 765, Ὀδ. Β. 89, ἔνθα ὑπάρχει ἡ λέξις ἔτος (ἴδε λυκάβας)· Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί, ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς διέτασσε τὰς χρονικὰς περιόδους, Ἰλ. Β. 134· ἐνιαυτόν, ἐπὶ ἓν ἔτος, ἦ τ’ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτὸν Ὀδ. Α. 288, πρβλ. Θουκ. 4. 188, κτλ.· ὁπηνίκ’ ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ, ποία ὥρα τοῦ ἔτους εἶναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 7· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Κριτί. 118Ε· ἑξήκοντα τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ, κατ’ ἔτος, Ξεν. Πόροι 4. 23· ἑκάστου ἐνιαυτοῦ ὁ αὐτ. Ἀθην. Πολ. 3, 4: - μετὰ προθέσ., δι’ ἐνιαυτοῦ πέμπτου, «κάθε πέντε χρόνια», Πλάτ. Κριτί 119D· εἰς ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος, Ἰλ. Φ. 444· τελεσφόρον εἰς ἐν Τ. 32· κατ’ ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος Θουκ. 1. 93· ἢ κατ’ ἔτος, Δίφιλ. ἐν τοῖς «Ἐναγίζουσι» 2 (Ἀθήν. 165F)· καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτὸν Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4· - ἐπ’ ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ. 945Β, κτλ.: - μετὰ τὸν ἐνιαυτόν, εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους, Θουκ. 1. 138· - παρ’ ἐνιαυτόν, ἕκαστον δεύτερον ἔτος, Διόδ. 4. 65· πρὸ ἐνιαυτοῦ, πρὸ ἑνὸς ἔτους, Πλούτ. 2. 147Ε: - Περὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔτους ἴδε Lewis Astr. of. Anc. σ. 12 κἑξ. French (Bailly abrégé) οῦ (ὁ) : 1 période astronomique, période de temps déterminée; 2 particul. année ; ἐνιαυτόν OD pendant une année ; εἰς ἐνιαυτόν IL ou κατ’ ἐνιαυτόν THC pour une année ; τοῦ ἐνιαυτοῦ XÉN, ἑκάστου ἐνιαυτοῦ XÉN chaque année ; μετὰ τὸν ἐνιαυτόν THC à la fin de l’année ; πρὸ ἐνιαυτοῦ PLUT une année avant. Étymologie: orig. inconnue, pê apparenté à ἔνος et pour la fin du mot, à ἔτος ; ou p. ἐνιαϜτός, de ἐν ἰᾷ *Ϝ(ε)τῇ, càd « le temps qui s’écoule en une seule année », *Ϝετή = Ϝέτος > ἔτος -- DELG plusieurs hypothèses. English (Autenrieth) year. Perhaps originally a less specific term than ἔτος, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, ‘as time and seasons rolled round,’ Od. 1.16 ; Διὸς ἐνιαυτοί, Il. 2.134 (cf. Od. 14.93). English (Slater) ἐνῐαυτός 1 year “εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι (P. 10.63) ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ ὑπερτάταν[ (Pae. 15.9) pro pers., ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.5) Spanish (DGE) -οῦ, ὁ • Alolema(s): eol. ἐνίαυτος Alc.42.12 • Morfología: [du. ἐνιαυτοῖν I.AI 18.224] A como unidad temporal basada en el ciclo solar 1 año a) frec. c. numerales, para el cómputo de acontecimientos ἐννέα δὴ βεβάασι ... ἐνιαυτοί nueve años han transcurrido, Il.2.134, cf. 2.295, 8.404, πέρθετο δὲ Πριάμοιο πόλις δεκάτῳ ἐνιαυτῷ Il.12.15, cf. Od.2.175, 3.391, 16.18, ref. a un solo año ἤν περ γὰρ κεῖταί γε τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν ref. a Patroclo Il.19.32, ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν (si te enteras de que vive tu padre) debieras intentar un año más de viaje Od.1.288, περιπλομένων ἐνιαυτῶν con el paso de los años, Od.1.16, c. giro prep. Συβαρῖται ... πρὸ ἐνιαυτοῦ τὰς κλήσεις ποιοῦνται τῶν γυναικῶν Plu.2.147e; b) para el cómputo de la edad año o año(s) de edad ἐπιπλομένου δ' ἐνιαυτοῦ de la edad de Zeus, Hes.Th.493, cf. Sc.87, ἤδη δ' ἑπτά τ' ἔασι καὶ ἑξήκοντ' ἐνιαυτοὶ βληστρίζοντες ἐμὴν φροντίδ' ἀν' Ἑλλάδα γῆν ya son sesenta y siete años paseando mi pensamiento por la tierra griega Xenoph.B 8, τὸν πρῶτον μὲν ἐνιαυτὸν ... τοῦτο χρὴ ποιεῖν el primer año, es preciso hacer esto ref. al baño de los niños, Mnesith.Ath.20.7, ἀποσείονται δὲ λύπας χρονίους τ' ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς se sacuden sus penas y los dilatados años de su anciana edad Ar.Ra.347, υἱὸν Θέωνα ἐνιαυτοῦ ἑνός al hijo Teón de un año de edad, BGU 1084.25 (II d.C.), ref. al embarazo ὅτε δή ῥ' ἐ. ἔην ... ἣ δ' ἔτεκ' ἐννέα κούρας cuando pasó un año, ella dio a luz nueve muchachas Hes.Th.58, ἐς δ' ἐνίαυτον παῖδα γέννατ' y al año dio a luz un niño Alc.l.c., ref. una enfermedad παύσασθαι δ' ἐ. χαλέπας οὐκ ἴ<κανος νόσω> y todo un año no es bastante para poner fin a su cruel enfermedad ref. al amor, Theoc.30.23; c) c. divisiones internas οὐδεὶς οἶδ' ὁπηνίκ' ἐστι τοὐνιαυτοῦ nadie sabe en qué época del año está Ar.Fr.581.7, op. a otras unidades ἡλικίῃσιν, ὥρῃσιν, ἐνιαυτοῖς ὅμοια τὰ ζῶντα en lo referente a sus edades, los seres vivos guardan semejanza con las estaciones y los años Hp.Hum.11, μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti.47a, ἕως πληρωθῇ ἐνιαυτὸς ἡμερῶν hasta uploads/Geographie/ niautos-ancient-greek-english-dictionary-lsj.pdf

  • 16
  • 0
  • 0
Afficher les détails des licences
Licence et utilisation
Gratuit pour un usage personnel Attribution requise
Partager