Διονύσιος Α. Ζακυθηνός Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία [Από τα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία [Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974] Κατά το έτος τούτο 1974 συμπληρούται εκατονταετία από της ολοκληρώσεως της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου. Δύο αυτοτελείς τόμοι θα ακολουθήσουν, ο εις θα περιλάβη τον Επίλογον της Ιστορίας του Ελληνικού "Εθνους (1877), ο έτερος την Histoire de la civilization hellénique (1878). O πρώτος τόμος του μεγάλου τούτου ιστορικού έργου εξεδόθη τω 1860. Είχε προηγηθή, υπό τον αυτόν τίτλον Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1853), βραχεία διατύπωσις από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1852. Η Ακαδημία Αθηνών, μετά πρότασιν της Τάξεως των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, απεφάσισε να ανεγείρη μνημείον προς τιμήν του εθνικού ιστορικού, χρησιμοποιούσα ως πρώτην ύλην αυτό τούτο το προϊόν του τεραστίου επιστημονικού του μόχθου. Ούτως η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αποκαθαιρομένη των αλλοτρίων παρεμβολών, ομού μετά των ελασσόνων διατριβών και πραγματειών, των παντοειδών δημοσιεύσεων και άρθρων, μετά των απαραιτήτων αλλά λιτών παραρτημάτων και πινάκων, μετά βιβλιογραφικών συμπληρωμάτων και χαρτών, θα παραδοθούν εις την χρήσιν τον Ελληνικού λαού προς μείζονα αυτού εν τη εθνική ιστορία παίδευσιν. Ωσαύτως η Σύγκλητος ανέθηκε κατά νόμον εις τον Πρόεδρον να είπη τον προσήκοντα επί τη εθνική εορτή λόγον, εκλέγων το θέμα του εκ της αυτής ύλης, η οποία ενέπνευσεν εις τον Παπαρρηγόπουλον σελίδας μεγαλείου και κάλλους. Το θέμα τούτο θα είναι: «Η Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική ιστοριογραφία και η ανάπτυξις της Ιστορικής αυτοσυνειδησίας». Όλαι αι ατραποί, δια των οποίων θα διέλθη η αδρομερής έκθεσις του ομιλητού, θα συναντηθούν εις εν κοινόν σημείον: εις την παρασκευήν και ωρίμανσιν του απελευθερωτικού αγώνος και εις την ωρίμανσιν και παρασκευήν του συνθετικού έργου του εθνικού ιστορικού. Μέρος Α' H Βυζαντινή Ιστοριογραφία και η Νεοελληνική Ιστορική διανόησις συνυπάρχουν κατά την υπερτάτην εκείνην στιγμήν της πτώσεως της μεγάλης χριστιανικής πρωτευούσης. Εκ των τεσσάρων επισημοτέρων αφηγητών της Αλώσεως ο Δούκας και ο Γεώργιος Σφραντζής είναι αμεσώτερον εξηρτημένοι εκ της Βυζαντινής παραδόσεως, ενώ ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος και ο Αθηναίος Λαόνικος Χαλκοκονδύλης τέμνουν ιδίαν οδόν. Αμφότεροι στρέφονται προς τα αρχαία πρότυπα του Θουκυδίδου και εν μέρει του Ηροδότου. Αμφότεροι έχουν ως κύριον υποκείμενον την επικράτησιν της Οθωμανικής δυνάμεως, διαφέρουν δ' όμως ως προς τάς γενικωτέρας Ιδεολογικάς τοποθετήσεις. Ο Κριτόβουλος, ιστορικός και επαινετής του Μωάμεθ του Β', αλλ' ουχ ήττον του γένους προνοών, είδεν ως σωτηρίαν του Ελληνισμού την ένταξιν αυτού εις τους κόλπους του ανερχομένου αλλοθρήσκου κράτους. Ο Χαλκοκονδύλης είναι ο Έλλην ιστορικός. Ανήκει εις την γενεάν των μεγάλων Ελλήνων ανθρωπιστών της Αναγεννήσεως. Αφηγείται την άνοδον του Τουρκικού Κράτους, αλλά τα διαφέροντά του περιλαμβάνουν τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή δηλαδή Αυτοκρατορία, είναι ονόματι μόνον τοιαύτη, εν τη πραγματικότητι είναι των Ελλήνων έργον. Γράφει ελληνιστί «επεί η γε των Ελλήνων φωνή πολλαχή ανά την οικουμένην διέσπαρται και συχναίς εγκαταμέμεικται», είναι δε «κλέος μεν αυτή μέγα το παραυτίκα, μείζον δε και ες αύθις, οπότε δη ανά βασιλείαν ου φαύλην Έλλην τε αυτός βασιλεύς και εξ αυτού εσόμενοι βασιλείς, οι δη και οι εκ των Ελλήνων παίδες ξυλλεγόμενοι κατά σφων αυτών έθιμα ως ήδιστα μεν σφίσιν αυτοίς, τοις δε άλλοις ως κράτιστα πολιτεύοιντο»(1). Διά την παιδείαν, δια τα Ευρωπαϊκά διαφέροντα, οία την ελληνοκεντρικήν Βυζαντινήν θεωρίαν, δια τους τολμηρούς οπτασιασμούς ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι ο πρώτος μέγας ιστορικός του Νεωτέρου Ελληνισμού. Το έργον του, μεταφρασθέν εις την Λατινικήν υπό του Conrad Clauser και εκδοθέν εν Βασιλεία τω 1556, έτυχε μεγάλης διαδόσεως εν τη Δύσει(2). Την ιστορικήν γραμματείαν της μετά την Άλωσιν εποχής διεκρίναμεν εις Μεταβυζαντινήν και Νεωτέραν Ελληνικήν. Αμφότεροι οι όροι δεν έχουν ενταύθα απλώς χρονικήν σημασίαν, δεν δηλούν την εν τω χρόνω σχέσιν μετά της προηγηθείσης Βυζαντινής ιστοριογραφίας ή και προς αλλήλας. Χρησιμοποιούνται εν ευρυτάτη εννοία και χαρακτηρίζουν όχι μόνον τα υπό εκατέρας καλλιεργούμενα είδη, αλλά και τας γενικωτέρας συνθήκας της γενέσεως και της αναπτύξεως αυτών, εξαιρέτως δε το γενικώτερον πνεύμα, το οποίον διέπει αυτάς. Κατά τον τρόπον τούτον η αντιδιαστολή των όρων Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία λαμβάνει εν τη παρούση διαπραγματεύσει τας διαστάσεις δύο κεφαλαιακών πνευματικών ενοτήτων.  Βραχείας διευκρινήσεως χρήζει και ο όρος Ιστοριογραφία. Η ιστορική γραμματεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας δεν έχει συστηματικώς διερευνηθή. Μεγάλα προβλήματα γεννώνται ως προς την έκτασιν και τας πηγάς της, υπάρχουν δε εισέτι κείμενα ανέκδοτα, κακώς εκδεδομένα ή απρόσιτα. Μέχρις ου η έρευνα επιληφθή του τεραστίου τούτου εγχειρήματος, μία θεμελιώδης μεθοδική αρχή επιβάλλεται εις τον μελετητήν: να πλησιάζη την πλουσίαν και αγρίαν βλάστησιν της ιστορικής ταύτης παραγωγής, αφού αποβάλη τα παραδεδεγμένα σχήματα της αρχαίας ή και αυτής της Βυζαντινής γραμματείας. Κατά βάσιν και εν τη μετά την Άλωσιν ιστοριογραφία εξακολουθούν υφιστάμεναι αι «δύο συστάδες», ως ελεγεν ο Κάρολος Krumbacher(3), των ιστορικών και των χρονογράφων,ΑΝ και ουχί σπανίως τα όριά των συγχέωνται. Γενικώτερον εν τω καθορισμώ των ειδών του ιστορικού λόγου πρέπει να πρυτανεύση το κριτήριον της εκπεφρασμένης βουλήσεως των συγγραφέων να παραδώσουν εις τους επιγιγνομένους την μνήμην των δρωμένων και των συμβεβηκότων, την Historiam rerum gestarum. κατά τον κλασσικόν ορισμόν. Ούτως ο ερευνητής, λαμβάνων τον όρον Ιστοριογραφία εν τη ευρυτάτη εννοία, πλην των παραδεδεγμένων κλάδων, θα αξιώση, αν μη ισοτιμίας, πάντως ποιάς τινος ανοχής λογοτεχνικά είδη διαφορώτατα: το απομνημόνευμα, τας εφημερίδας, τα ημερολόγια δηλονότι, την βιογραφίαν, την ιστορίζουσαν περιήγησιν, αλλά και έτι ελευθεριωτέρας μορφάς ιστορικής απομνημονευσέως, τας εν πεζώ ή εν εμμέτρω λόγω διηγήσεις, τους θρήνους και τα παντοία επύλλια(4).  Κλασσικά Βυζαντινά είδη, η χρονογραφία και, το χρονικόν, ακμάζουν καθ' όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας. Ακριβώς την μετάβασιν από της Ελληνικής Αυτοκρατορίας εις την Οθωμανικήν κυριαρχίαν έχουν ως αφετηρίαν μακρότερα ή βραχύτερα χρονικά του δεκάτου έκτου αιώνος: το έμμετρον Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας του Ιέρακος (από του 1300 μέχρι του 1461), η Έκθεσις χρονική (από του 1391 μέχρι τον 1517 ή, κατά τινα χειρόγραφα, μέχρι του 1543), η Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλεως Ιστορία, μεταγλωττισθείσα εις κοινήν φράσιν υπό του Μανουήλ Μαλαξού (από του 1454 μέχρι του 1578), και η Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως κατά μεταγραφήν Θεοδοσίου Ζυγομαλά (από του 1391 μέχρι του 1578).  Διαφόρου προελεύσεως είναι το Χρονικόν των Τούρκων Σουλτάνων του Βαρβερινού Ελληνικού κώδικος 111. Το χρονικόν τούτο, δημωδεστέρας διατυπώσεως και συνθέσεως, παρέμεινεν ανέκδοτον μέχρι του 1958(5). Αναφέρεται είς την περίοδον από του 1373 μέχρι του 1513 και, ως φαίνεται, συνεγράφη μετά το έτος 1573. Δεν πρόκειται περί έργου πρωτοτύπου, αλλά κατά το πλείστον διασκευής των Annali Turscheshi overo Vite de Principi della casa Othomana του Francesco Sansovino (κατά την δευτέραν έκδοσιν, εν Βενετία, 1573)(6). Το χαρακτηριστικώτερον και μάλλον διαδεδομένον Ιστορικόν ανάγνωσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι το φερόμενον υπό τους τίτλους Χρονογράφος ή Βιβλίον ιστορικόν, αποδιδόμενον δε εις ανύπαρκτον μητροπολίτην Μονεμβασίας Δωρόθεον. Πρόκειται περί δημώδους χρονογραφίας από κτίσεως κόσμου (είς τινα χειρόγραφα από του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) μέχρι του 1589 και του 1595, σωζομένης εις τεσσαράκοντα και πλέον χειρόγραφα του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνος εις παραλλασσούσας διατυπώσεις. Πολλά και μεγάλα προβλήματα γεννώνται περί την όλην συγκρότησιν και τας πηγάς του έργου. Τινά των ανωτέρω μνημονευθέντων πρωίμων χρονικών απέρρευσαν εξ αυτού. Ωσαύτως πηγαί Ιταλικαί διεγνώσθησαν εις τα περί των Τούρκων κεφάλαια(7). Το Βιβλίον ιστορικόν περιέχον εν συνόψει διαφόρους και εξόχους Ιστορίας, συλλεχθέν μεν εκ διαφόρων ακριβών ιστοριών και εις την κοινήν γλώσσαν μεταγλωττισθέν παρά του ιερωτάτου μητροπολίτου Μονεμβασίας κυρίου Δωροθέου, εξεδόθη το πρώτον υπό του Αποστόλου Τζιγαρά του εξ Ιωαννίνων εν Βενετία τω 1631. Μέχρι του 1818 εκυκλοφορήθη εις δέκα οκτώ τουλάχιστον εκδόσεις. Υπάρχουν μεταφράσεις εις την Σλαβικήν και την Ρουμανικήν γλώσσαν και ήδη από του δεκάτου εβδόμου αιώνος εις την Αραβικήν(8). Κατά τινα γνώμην ο Goethe, γράφων την Eλένην του Δευτέρου Φάουστ, είχεν υπ' όψιν τον ταπεινόν ανώνυμον χρονογράφον της Τουρκοκρατίας(9).  Αλλά το μεγαλύτερον και σημαντικώτερον μνημείον της βυζαντινιζούσης χρονογραφίας είναι το έργον του Αθανασίου Κομνηνού Υψηλάντου, τα δώδεκα βιβλία των Εκκλησιαστικών και Πολιτικών, το οποίον άρχεται από του Ιουλίου Καίσαρος και τελευτά εις το έτος 1789. Τούτου εδημοσιεύθησαν τρία μόνον βιβλία, το όγδοον, το ένατον και το δέκατον, καλύπτοντα την περίοδον από τον 1453 μέχρι τον 1789. Το δημοσιευθέν μέρος στρέφεται περί την Όθωμανικήν εξουσίαν και το Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως. Καταγόμενος εκ Τραπεζούντος, ανάγων εκ θηλυγονίας την προέλευσιν εκ των Μεγάλων Κομνηνών της Ποντικής Αυτοκρατορίας, ο Αθανάσιος Υψηλάντης εσπούδασεν εις τας παραδουναβίους ηγεμονίας και ακολούθως εις την Βενετίαν και την Πάδουαν (διδάκτωρ της Ιατρικής και της Φιλοσοφίας τω 1738), διετέλεσεν αρχίατρος του 'Ραγκήπ-Μεχμέτ-πασά εις τας εσχατιάς των Οθωμανικών επαρχιών, εν Εδέσση της Οσροηνής, εν Βερροία (Χαλεπίω) και εν Αιγύπτω. Ως σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας ανεμείχθη εις τα εκκλησιαστικά πράγματα. Ικαναί σελίδες του έργου του έχουν τον χαρακτήρα απομνημονεύματος. Μακρόν κεφάλαιον αναφέρεται εις τα «Έθιμα της Οθωμανικής Βασιλείας», είναι δε αληθής πραγματεία περί της πολιτείας και της διοικήσεως των Τούρκων(10).  Δύο έμμετροι χρονογραφίαι του δεκάτου ογδόου ωσαύτως αιώνος συνεχίζουν την Βυζαντινήν παράδοσιν. Αμφότεραι είναι εισέτι ανέκδοτοι και γνωσταί εις ημάς εκ βραχέων αποσπασμάτων. Η μία εγράφη περί το έτος 1772 υπό του πολυγραφωτάτου Κωνσταντίνου, εν μοναχοίς Καισαρίου, Δαπόντε (1714-1784), φέρει τον τίτλον Βίβλος βασιλειών και εκτείνεται από τον Κώνσταντος μέχρι του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου(11). Η ετέρα είναι έργον του γνωστού Αγιορείτου λογίου Κυρίλλου Λαυριώτου του Πελοποννησίου, όστις πρώτος ησχολήθη περί την Βυζαντινήν Διπλωματικήν(12). Η Ιστορία δια στίχων πολιτικών, περιλαμβάνει, ως φαίνεται, δεκακισχιλίους περίπου στίχους, άρχεται δε από της βασιλείας ΝικηφόρουΓ ' του Βοτανειάτου (1078-1081) και τελευτά εις το έτος 1794 (13).  Ολιγώτερον εξηρτημένα της γνησίας uploads/Histoire/ dionysios-zakynthinos.pdf

  • 27
  • 0
  • 0
Afficher les détails des licences
Licence et utilisation
Gratuit pour un usage personnel Attribution requise
Partager
  • Détails
  • Publié le Apv 07, 2022
  • Catégorie History / Histoire
  • Langue French
  • Taille du fichier 0.5846MB